- αναλώνομαι
- быть возбуждённым, взбудораженным, встревоженным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναλώνομαι — αναλώνομαι, αναλώθηκα, αναλωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής